πάρυγρος

πάρυγρος
-ον, Α
1. ο κάπως υγρός
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ πάρυγρος, τὸ πάρυγρον
είδος εμπλάστρου
3. φρ. «πάρυγρα πράσσω» — εργάζομαι στην παραλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάρυγρος — somewhat wet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρυγρον — πάρυγρος somewhat wet masc/fem acc sg πάρυγρος somewhat wet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρύγροις — πάρυγρος somewhat wet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρύγρου — πάρυγρος somewhat wet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρύγρων — πάρυγρος somewhat wet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρύγρῳ — πάρυγρος somewhat wet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρυγρα — πάρυγρος somewhat wet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρυγροι — πάρυγρος somewhat wet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπάρυγρος — ον, Α αυτός που αγαπά την υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάρυγρος «ο κάπως υγρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”